Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

“Οι φοιτητές, μετά από πολλή προετοιμασία, μαζεύονται και εκθέτουν το εμπόρευμά τους... Οι καθηγητές, απαιτητικοί πελάτες οι περισσότεροι, ψάχνουν να βρουν κατι συγκεκριμένο και μόνο με τους εκλεκτούς εμπόρους θα συνεργαστούν... Οι υπόλοιποι θα προετοιμαστούν καλύτερα, θα υποκριθούν περισσότερο, θα μάθουν τις νέες τάσεις της αγοράς και θα ξαναπροσπαθήσουν...”
Ναι λοιπόν! Έχουμε εξεταστική!...





Ναι λοιπόν, έχουμε εξεταστική!...


...ας ασχοληθούμε λίγο και με τη σημασία της. Η λογική της δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από αυτήν των Πανελλαδικών εξετάσεων και των λοιπών σχολικών διαγωνισμάτων: ο εξεταζόμενος μελετάει έναν πακτωλό βιβλίων και σημειώσεων και με βάση την οξυδέρκεια και κυρίως τη δυνατότητα απομνημόνευσης που διαθέτει κρίνεται αν έμαθε καλά τα βιβλία του. Από την επίδοσή του θα κριθεί κατά ένα βαθμό και το μέλλον του.
Μπορεί σε κάποιους αυτό να φαίνεται λογικό (ή έστω αναγκαίο), όμως έχει αντικειμενικές προβληματικές. Πρώτα απ’ όλα το βιβλίο που μας δίνουν και που θα διαβάσουμε θεωρείται το μοναδικό έγκυρο και αποδεκτό βιβλίο, ανεξαρτήτως της ποιότητάς του. Κάθε άλλο συμπληρωματικό βιβλίο κρίνεται σύμφωνα με το πόσο ταυτίζεται με το βιβλίο – αυθεντία που εγκρίνουν οι διδάσκοντες.
Επίσης ο φοιτητής πρέπει να μάθει μία τεράστια ύλη απ’ έξω και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι να την “παπαγαλίσει”. Αφού δεν προλαβαίνει να μάθει, προτιμά να πει ένα ποίημα που λίγες μέρες μετά θα ξεχάσει, παρά να φάει 2ν χρόνια στο Πανεπιστήμιο μέχρι να κατανοήσει τις δεκάδες χιλιάδες σελίδων που απαιτούνται. Επιπλέον, η διαδικασία εξέτασης ξεκινάει πάντα με μία ερώτηση, της οποίας η απάντηση είναι δεδομένη, αναμφισβήτητη και “αντικειμενική” και ο εξεταζόμενος θα πρέπει να προσαρμοστεί ή τουλάχιστον να τείνει. Ζητήματα όπως:
αμφισβητήσιμες ή σχετικές αλήθειες (π.χ. σε ιστορικά ζητήματα),
υποκειμενικές ή και αντικρουόμενες κρίσες (π.χ. σε φιλοσοφικά ή θρησκευτικά ερωτήματα),
υποκειμενική αξιολόγηση των μαθηματικών προβλημάτων, με βάση τη μεθοδολογία που εγκρίνει ο κάθε καθηγητής,
δεν τίθενται υπό συζήτηση μιας και η κρίση του καθηγητή και του βιβλίου είναι οι μόνες που έχουν ισχύ.
Γενικά, μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας πως η εγκυρότητα των απόψεων, θεωριών, γνωμών δεν υπόκειται σε διαλογικό έλεγχο και αντιπαράθεση. Από εκπαιδευτική άποψη αυτό σημαίνει ότι οι φοιτητές δεν καλούνται να συλλάβουν την πραγματικότητα (είτε φυσική, είτε κοινωνική) σαν μια πραγματικότητα που οφείλουν και μπορούν να εξετάσουν και να κατανοήσουν, αλλά καλούνται να γίνουν απλώς ικανά εκτελεστικά όργανα ενός “υπερανθρωπίνου” λόγου, μιας απαράβατης αλήθειας, και να ενσωματωθούν σε ένα σύστημα που δεν παράγει τίποτα περισσότερο από “μπούσουλες” επιτυχίας.
Αν προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στις μεθόδους διδασκαλίας θα διακρίνουμε δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά που κάθε άλλο παρά επιστημονικώς παιδαγωγικά είναι: αυτά της υπακοής του φοιτητή και της, κατά το δυνατό, μηχανοποίησής του.
Όσο ήμασταν μαθητές έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μια ψυχοφθόρα και εξαντλητική καταπίεση του ελεύθερου χρόνου μας, του χαρακτήρα μας, της συμπεριφοράς μας και τελικά του ίδιου μας του εαυτού. Ο μαθητής έπρεπε να είναι υπάκουος, μελετηρός, συνεπής και συγκεντρωμένος όχι γιατί το επέλεξε, αλλά επειδή έπρεπε.
Στο Πανεπιστήμιο αντιθέτως δεν μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο εξ’ αιτίας του ακαδημαϊκού χαρακτήρα του, ο οποίος περιόριζε τα σχολικά κατάλοιπα. Η ακαδημαϊκοτητα αυτή ήταν που έστρεφε τους απόφοιτους περισσότερο προς τη γνώση και την ελευθερία, παρά προς την υπακοή τους στους αυστηρούς κανόνες της αγοράς. Προκειμένου να συμβεί αυτό εισήχθηκε η αξιολόγηση των σπουδαστών, δηλαδή η βαθμολόγησή τους, που σήμερα γίνεται με τη μορφή της εξεταστικής. Αυτομάτως το αποτέλεσμα αυτού του μέτρου ήταν η δημιουργία ενός κοινωνικού διαχωρισμού σε προϊστάμενους και υφιστάμενους μέσα στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα. Ο προϊστάμενος ήταν ο καθηγητής, ο οποίος έλεγχε τις επιδόσεις των φοιτητών συμφωνα με τα δικά του κριτήρια και την υποκειμενική του κρίση και ο υφιστάμενος ήταν ο διδασκόμενος. Αργότερα και αυτός ο διαχωρισμός έπαψε να είναι κυρίαρχος, καθώς το πτυχίο έχει πάψει να είναι πειστήριο γνώσης και είναι πλέον εφόδιο για την εύρεση εργασίας. Έτσι το Πανεπιστήμιο άρχισε να μεταβάλλεται από πηγή γνώσης σε εργοστάσιο παραγωγής επιστημόνων με κλειστούς ορίζοντες και συγκεκριμένο τρόπο σκέψης.
Από άλλη σκοπιά, ο φοιτητής οδηγείται σταδιακά στο να λειτουργεί σαν μηχανή. Η εκπαιδευτική διαδικασία δε στρέφεται σήμερα γύρω από τη γνώση, η οποία θα συμβάλλει στη διαμόρφωση υπεύθυνων ανθρώπων, ικανών να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα διαφορετικών πεδίων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά γύρω από τη γνώση που είναι απαραίτητη για να περάσουμε μαθήματα. Επίσης προωθείται η εξειδίκευση σε τέτοιο βαθμό, ώστε, για να είναι συνεπής κανείς, πρέπει να κατατάσσει κάθε άλλου είδους γνώση ή ασχολία ως δευτερεύουσα.
Ο ρόλος της εξεταστικής σε αυτή την περίπτωση είναι να εξετάσει την επιμέρους κατάρτιση των υποψηφίων και να δώσει στη γνώση (και στο πτυχίο αργότερα) αγοραστική αξία. Καθώς ο φοιτητής πρέπει να πείσει για τις γνώσεις του ανθρώπους, με τους οποίους στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν είχε ποτέ προσωπική επαφή, σίγουρα θα μάθει προχωρημένους τρόπους μαρκετινγκ για να “πουλήσει” το γραπτό του “ακριβότερα” απ’ ό,τι αναλογεί στο γνωστικό του επίπεδο. Έτσι:
θα κάνει δημοσκοπήσεις της αγοράς (πλάγιες και μη ερωτήσεις στον καθηγητή) και θα εκτιμήσει τη ζήτηση για το ποιο εμπόρευμα θα απορριφθεί και ποιο όχι (sos θέματα),
θα περιποιηθεί τη συσκευασία, ώστε να προσελκύσει τον πελάτη (καλά γράμματα, σωστή ορθογραφία, ωραίο λεξιλόγιο),
θα αναπτύξει διαφημιστικούς μηχανισμούς πειθούς, ακόμη και για τα άχρηστα ή ακατάλληλα προϊόντα (αόριστες δικαιολογήσεις, υπεκφυγές, ψευτοσιγουριές και “σάλτσες”), καθώς και μηχανισμούς κατασκοπείας και εξαπάτησης (αντιγραφή).
Είτε με “οικονομικές” μεθόδους, είτε με μελέτη, ή με συνδυασμό και των δύο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: οι νέοι πτυχιούχοι είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό άνθρωποι ελλειπούς παιδείας, αλλά υπεραρκετής εξειδίκευσης. Άνθρωποι αποτελεσματικοί στην αναπαραγωγή και αναποτελεσματικοί στην παραγωγή, κάτι που φαίνεται και από την τάση του οικονομικού συστήματος να ταυτίσει τους δύο όρους.
Το πλέον ευφάνταστο ερώτημα που προκύπτει πάνω στο θέμα της εξεταστικής είναι ίσως και το πιο δύσκολο προς απάντηση: Αν όχι έτσι, πώς;; Δηλαδή να παίρνει πτυχίο όποιος θέλει;; Τι καλύτερο μπορεί να λειτουργήσει;;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί στην πράξη. Το Σχολείο του Summerhill στην Αγγλία λειτουργεί χωρίς εξετάσεις, βαθμολογήσεις και απουσιες και ήταν ο καθένας ελεύθερος να το παρακολουθήσει. Πολλοί επιφανείς επιστήμονες αποφοίτησαν από εκεί. Το παράδειγμα αυτό δε συνεπάγεται ότι προτείνουμε την υιοθέτηση αυτής της δομής, ή ακόμη και οποιασδήποτε άλλης δομής που στα μάτια μας φαντάζει τέλεια και απαράβατη, αλλά χρησιμοποιείται για να κάνει σαφές ότι λύσεις υπάρχουν και είναι εφικτές. Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να εξυγιάνει το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να θέσει αρχικά κάποιους ελάχιστους άξονες προβληματισμού.
Το πρώτο βήμα είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος και έπεται η εναντίωση σε αυτό, η αντίδραση. Και η αντίδραση στον έλεγχο του περιεχομένου των γνώσεων είναι η διεκδίκηση ενεργητικής διεργασίας της σκέψης. Και η ενεργητική διεργασία της σκέψης μέσα από την πρακτική και συνεχή αλληλεπίδραση και πάντα σε συμφωνία με την πραγματικότητα μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία ολοκληρωμένων ανθρώπων με αυτόνομη και κριτική σκέψη. Αν η διεκδίκηση ανατρέψει την ατομική μας διάβρωση, τότε θα έχει ανατραπεί η ίδια η διάβρωση της κοινωνίας...

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ... ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Επιστρέφοντας στα πανεπιστήμια μετά από ένα από τα θερμότερα καλοκαίρια των τελευταίων χρόνων και όχι μόνο λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, νιώθουμε τώρα πιο αγανακτισμένοι από ποτέ λόγω της σκόπιμης ανικανότητας και της αδιαφορίας του κρατικού μηχανισμού. Σκόπιμη ανικανότητα επειδή τελικά δεν κατάφεραν να μας πείσουν ότι τα γεγονότα που πέρασαν συνέβησαν τυχαία. Aδιαφορία όχι μόνο για την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, αλλά και της ίδιας της ζωής. Πυρκαγιές, νεκροί, κρατικές δολοφονίες, λεηλασία της φύσης ήταν μόνο μερικά από τα περιστατικά που χρησιμοποιήθηκαν από τους συν-κυβερνώντες με τον πλέον διπλωματικό τρόπο ώστε να εξασφαλίσουν την πολιτική τους ενδυνάμωση, να φτάσουν δηλαδή ένα βήμα πιο κοντά στην εξουσία..

Μέσα Αυγούστου και μέσα στην προεκλογική περίοδο χιλιάδες πυρκαγιές ξέσπασαν σε ολόκληρη την χώρα. Μέρη στα οποία σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες καταστροφές είναι η Πελοπόννησος, η Εύβοια, η Πάρνηθα και το Πήλιο. Ο τραγικός απολογισμός ανέρχεται σε εκατομύρια καμένα στρέμματα δάσους, χιλιάδες άστεγους, δεκάδες χωριά που έχουν υποστεί σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή και πολλά ακόμα με σοβαρές ζημιές. Οι νεκροί ανέρχονται στα 66 άτομα. Το ερώτημα για το ποιος έχει την ευθύνη ακούγεται απολύτως λογικό. Είναι η ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο ή μήπως η ίδια η φύση του; Είναι προφανές ότι το κράτος που εξυπηρετεί, με όλα τα μέσα που διαθέτει, το κεφάλαιο δεν μπορεί να δείξει ενδιαφέρον για φυσικές καταστροφές. Καταστροφές οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν ή ακόμη και θα προκληθούν στα πλαίσια της «ανάπτυξης του τόπου». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προγραμματισμένη κατασκευή της Ιονίας οδού σε περιοχές που μετέπειτα κάηκαν. Η μεγάλες επιχειρήσεις ονόματι τουρισμός και εκκλησία ξεκινάνε να απλώνονται πάνω στα αποκαΐδια δασών και κατεστραμμένων χωριών. Καζίνο, ξενοδοχεία, τουριστικά και εμπορικά κέντρα, εννείοτε και εκκλησιαστικών συμφερόντων, χτίζονται σε χρόνο ρεκόρ λίγες μέρες μετά το σβήσιμο των πυρκαγιών λες και ήταν προγραμματισμένο. Ήδη απο τον Οκτώβριο του 2006 έιχε γίνει φανερή η πρόθεση της εξουσίας να αποχαρακτηρίσει δασικές εκτάσεις, μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 24. Τέλος, προκειμένου να αποποιηθούν τις πολιτικές ευθύνες και δείχνοντας ότι η γελοιότητα δεν έχει όρια, οι εκπρόσωποι του κράτους, επέρριψαν τις ευθύνες στον ήδη στοχοποιημένο χώρο των αντιεξουσιαστών και σε «ασύμμετρες απειλές».

Η θρασύτητα της εξουσίας δεν περιορίζεται στην λεηλασία της φύσης και στις έμμεσες δολοφονίες, αλλά δεν διστάζει να δολοφονήσει ακόμα και άμεσα στο «όνομα της δικαιοσύνης». Τελευταιο, αλλα όχι και μοναδικο παραδειγμα, η δολοφονια του Νιγηριανου Tony Onoya. O Tony κυνηγηθηκε από ατομα της ασφάλειας στην Καλαμαρια την ωρα που πουλουσε αντεγραμμένα CD. Προσπάθησε να ξεφυγει, φοβουμενος ότι θα φυλακιστει και θα ξυλοκοπηθει, πράγμα που ειχε συμβει στο παρελθον. Η αστυνομία τον απέκλεισε στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου μιάς καφετέρειας. Γνωρίζοντας την αθλιότητα και τα βασανιστήρια στα ελληνικά αστυνομικά τμήματα προτίμησει να πηδήξει παρά να ξανασυλληφθεί. Αυτή η πράξη οδήγησε στον θάνατο του.
Ο θανατος του 25χρονου μεταναστη αποτελει μονο ένα από τα δεκάδες «μεμονομενα περιστατικα» αστυνομικης βιας. Τις πρώτες 4 ημέρες μετά το τραγικό αυτό συμβάν, η οργή του κόσμου ήταν ανεξέλεγχτη και εκφράστηκε σε 3 πορείες με τη συμμετοχή κατοίκων της Καλαμαριάς-αυτόπτων μαρτύρων, συμπατριωτών του Tony και διάφορων πολιτικών φορέων. Άξια αναφοράς είναι η μάχη που δώσανε όλοι αυτοί, για την υπεράσπιση του πτώματος, όταν οι αστυνομικοί το διεκδίκησαν. Αυτό αποτελεί άλλο ένα γεγονός που αποδεικνύει οτι η αστυνομική βία και αυθαιρεσία δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

Το τρίτο σημαντικό γεγονός του καλοκαιριού ήταν οι πορείες της ΔΕΘ στις 8/9 η οποία στιγματίστηκε από την πρώτη επίσημη παραβίαση του ασύλου. Έγιναν 3 ξεχωριστές πορείες, μειωμένης μαζικότητας και απουσία φοιτητικού μπλόκ. Η πρόθεση καταστολής κάθε πιθανής αντίδρασης ήταν φανερή τόσο απο την εντονότατη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, όσο και από το αίτημά τους για στοχοποίηση των διαδηλωτών με την χρήση βίντεο. Πράγματι η καταστολή επιτεύχθηκε με την παράταξη των ΜΑΤ με τέτοιο τρόπο, ώστε η πορεία των διαδηλωτών να μην καταλήξει στο άσυλο του ΑΠΘ, μέσα στο οποίο προυπήρχαν ασφαλίτες με πολιτικά. Το ίδιο βράδυ έγιναν συγκρούσεις κοντά στο πανεπιστήμιο, κατά την διάρκεια των οποίων έγινε και μια σύλληψη εντός του ασύλου.
Η παραβίαση του ασύλου γίνεται όλο και περισσότερο με την συγκατάθεση ή την ανοχή της Πρυτανείας: Το μετρό έρχεται, κλειδαριές μπαίνουν στις πόρτες που οδηγούν στο άσυλο, οι ασφαλίτες μέσα στην πανεπιστημιούπολη αυξάνονται. Όλα αυτά συνδέονται άμεσα με τον νέο Νόμο-Πλαίσιο, την αναθεώρηση του άρθρου 16, την είσοδο των μεγάλων επιχειρήσεων μέσα στα πανεπιστήμια και την φίμωση κάθε αντίδρασης, μέτρα που περνάνε μόνο μαζί με την πλήρη κατάργηση του ασύλου. Το άσυλο είναι χώρος διακίνισης ιδεών, που γεννάει και προστατεύει κοινωνικούς αγώνες.

Αποκορύφωση όλων αυτών των γεγονότων ήτανε οι εκλογές. Όπως και οι προηγούμενες εκλογές, έτσι κι αυτές δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αναδείξουνε μια κυβέρνηση, η οποία θα συνεχίσει την υπονόμευση της ζωής. Ούτε οι κρατικές δολοφονίες, ούτε οι πυρκαγιές, ούτε τα νέα μέτρα έθεσαν σε αμφισβήτηση την πολιτική κατάσταση και τα αδιέξοδα στα οποία αυτή οδηγεί. Γεγονός λογικό, καθότι οι εκλογές ουδέποτε έθεσαν πολιτικό θέμα, αλλά πάντοτε θέτουν θέμα διαχείρησης της εξουσίας προς όφελος ομάδων και εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Η αριστερά ανίκανη να απουσιάσει απο αυτό το εκλογικό πανηγύρι, συμμετείχε όσο πιο δυναμικά μπορούσε, με κάθε κομμάτι της να προσπαθεί να παρουσιάσει το φοιτητικό κίνημα ως δικό της κτήμα, οικιοποιούμενη έτσι δύο χρόνια αντίδρασης των φοιτητών.
Η συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί πρόσχημα για την «δημοκρατική» κατάλυση της δημοκρατίας. Η ψήφος δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά ψευδαίσθηση οτι αποφασίζεις για την ζωή σου. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που αποφίζεις είναι το ποιός θα σε εξουσιάσει.

Persona non Grata

Το δημόσιο πανεπιστήμιο βρίσκεται σε μια ατέρμονη κρίση. Οι νέοι νόμοι που στοχεύουν στην «εξυγίανσή» του κινούνται στα πλαίσια της πλήρους απαξίωσης και της απόλυτης εμπορευματοποίησης του. Τα τελευταία 2 χρόνια μια μεγάλη μερίδα της φοιτητικής κοινότητας αντέδρασε δυναμικά με διαρκείς κινητοποιήσεις που εξέφραζαν συνολικά την δυσαρέσκεια για την υπάρχουσα κατάσταση αλλά και την εναντίωση στα νέα μέτρα.

Το μήνυμα της υπεράσπισης του δημοσίου πανεπιστημίου ήταν αρκετό για να αφυπνίσει και να ενώσει, όμως υπήρχαν διάφορα συμφέροντα που αποσκοπούσαν σε κάτι διαφορετικό. Στην αγωνιστική διάθεση των φοιτητών, οι συμμετέχουσες στο κίνημα παρατάξεις απέθεσαν την εκπλήρωση των παραταξιακών και κομματικών τους συμφερόντων, αφού μέσα από τη (συνήθως) εξασφαλισμένη επιρροή τους κινήθηκαν με σκοπό την ποσοτική ενδυνάμωσή τους. Έτσι, τα κομματικά - παραταξιακά συμφέροντα βρέθηκαν μπροστά από τις πραγματικές ανάγκες των φοιτητών.

Το δικαίωμα, αλλά και η υποχρέωση να συμμετέχουμε ενεργά σε ό,τι μας αφορά με τα δικά μας λόγια και τις δικές μας πράξεις , κατέδειξε την ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας συλλογικότητας. Η συνεχής αλληλεπίδραση με το περιβάλλον στο οποίο μορφωνόμαστε, εργαζόμαστε, συνταξιοδοτούμαστε με βάση το τρίπτυχο «αμφισβητώ», άρα «σκέφτομαι», άρα «υπάρχω» αποτελεί για εμάς πρωταρχικό στόχο. Η απαξίωση, η παθητική υιοθέτηση, ο ωχαδερφισμός και η σύγχιση απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα αποτελούν τη βάση, στην οποία στηρίζεται η αυθαιρεσία της εκάστοτε εξουσίας. Δεδομένης της γενικής διαπίστωσης πως μια γροθιά ρίχνει πιο εύκολα έναν τοίχο από ένα δάχτυλο και πως το προσωπικό συμφέρον του κάθε φοιτητή ταυτίζεται με το συλλογικό συμφέρον της φοιτητικής κοινότητας (τουλάχιστον μέσα στο πανεπιστήμιο), διαπιστώνουμε πως η συλλογική και όχι η μεμονωμένη δράση είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος παρέμβασης.

Έτσι, το Νοέμβριο του 2006 δημιουργήθηκε το αυτόνομο σχήμα φυσικού στηριζόμενο σε 2 άξονες: α) την αυτονομία του, δηλαδή τη λειτουργία του χωρίς κατευθυντήριες γραμμές και β) την αμεσοδημοκρατική λειτουργία του, δηλαδή την άμεση λήψη αποφάσεων μετά από συνδιαμόρφωση και χωρίς καμία απολύτως ιεραρχία.
Η νέα αυτή συλλογικότητα μας προσφέρει τη δυνατότητα έκφρασης, απεγκλωβισμένης από ιδεολογικά πλαίσια και της σύνθεσης με πρώτη ύλη τη μοναδικότητα κάθε ατομικότητας, αφού καθένας έχει το δικαίωμα είτε να συμφωνεί είτε να διαφωνεί με την πλειοψηφία αλλά και την υποχρέωση να σέβεται κάθε άλλη άποψη και να την αξιολογεί με βάση την προσωπική του κρίση. Η ίδια η δομή του σχήματός μας λειτουργεί και σαν έμμεση θέση μας: κανένας υπέρμαχος κομματικών γραμμών και κανένας που θέλει να επιβάλει τη γνώμη του δε χωράει στο αυτόνομο σχήμα. Επίσης, θεωρούμε ότι κανένας και καμία συνδιαμορφωμένη απόφαση δε βρίσκεται στο απυρόβλητο. Μόνο όταν καθετί επανεξετάζεται και τίθεται σε διαρκή αμφισβήτηση μπορούν να αναγνωρισθούν λάθη και να υπάρξει ουσιαστική εξέλιξη.

Με τη δράση μας αποσκοπούμε στη βελτίωση των συνθηκών φοίτησης, στην ενίσχυση του δημιουργικού διαλόγου και πολιτικού λόγου μέσα στη σχολή, στην καταπολέμηση του κομματικοποιημένου συνδικαλισμού , των πελατειακών σχέσεων, σε μια νέα δηλαδή ριζοσπαστική και αγωνιστική μορφή παρέμβασης. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα πολύ πιο ισχυρό αγωνιστικό πυρήνα έτοιμο να αντιδράσει σε καθετί που δρα ενάντια στα συμφέροντα των φοιτητών. Στοχεύουμε στην εξέλιξη του αυτόνομου σχήματος φυσικού ,ή «persona non grata» όπως ονομαζόμαστε , σε κέντρο επεξεργασίας ιδεών, αποχρωματίζοντας παράλληλα το πανεπιστήμιο από το γαλαζοπρασινοκοκκινο φόντο. Αυτός είναι ο λόγος που δε θα αναλωθούμε σε ανούσιες παραταξιακές διαμάχες.

Οι στόχοι μας θα μεθοδευτούν μέσα από τη συμμετοχή μας στις γενικές συνελεύσεις του συλλόγου φοιτητών φυσικού και γενικότερα στα κοινωνικά και πανεπιστημιακά δρώμενα. Απέχουμε από τις φοιτητικές εκλογές, γιατί δε θέλουμε να παρέχουμε καμία εκπροσώπηση. Δεν είμαστε ούτε μεσσίες, ούτε πεφωτισμένοι και επειδή κανένας δεν είναι, δε δεχόμαστε κανένα θεσμικό όργανο που θα αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς.

Η θέση των « persona non grata » είναι ξεκάθαρη. Θέλουμε αγώνα, θέλουμε αμεσοδημοκρατία, θέλουμε ανοιχτά μυαλά…

ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΝΩΜΕΣ ΜΑΣ